τριγύρισμα

τριγύρισμα
το, Ν [τριγυρίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τριγυρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριγύρισμα — το, ατος 1. περπάτημα τριγύρω, περιφορά, περιπλάνηση: Τριγυρίσματα στην πόλη. 2. περιστοίχιση, περιτριγύρισμα: Τριγύρισμα του κήπου με συρματόπλεγμα. 3. επίμονη επιδίωξη ή ερωτική πολιορκία: Πολλά τριγυρίσματα της κάνει ο μορφονιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”